γλυκογόνο

γλυκογόνο
Υδρογονάνθρακας αποταμιευτικός που βρίσκεται στους ζωικούς οργανισμούς. Όπως το άμυλο, το γ. είναι ένας πολυσακχαρίτης που σχηματίζεται με απλή ένωση μονάδων γλυκόζης, αλλά οι δύο αυτές ουσίες διαφέρουν κατά τη φυσική δομή του μορίου τους. Το μόριο του γ. παρουσιάζει μεγαλύτερο αριθμό διακλαδώσεων και μία συνέπεια της διαφοράς αυτής είναι η συμπεριφορά με το ιώδιο, με το οποίο το άμυλο δίνει κυανό χρώμα, ενώ με το γ. φαιό. Το ήπαρ και οι μύες συνιστούν το απόθεμα του γ. στον οργανισμό. Το γ. του ήπατος δρα ως παράγοντας ο οποίος διατηρεί σταθερή την ποσότητα της γλυκόζης στο αίμα, ενώ το γ. των μυών διασπάται, κατά τη διάρκεια της μυϊκής δραστηριότητας, σε γαλακτικό οξύ με μία σειρά αντιδράσεων, που μοιάζουν πολύ με την αλκοολική ζύμωση.
* * *
το
(βιοχημ.) εφεδρική μορφή γλυκιδίων που δίνει με υδρόλυση γλυκόζη και περιέχεται στους ζωικούς κυρίως ιστούς και ιδιαίτερα στο συκώτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • αμυλάσες — Ονομασία ενζύμων της κατηγορίας των υδρολασών, που δρουν πάνω στο άμυλο και το γλυκογόνο και διασπούν τους πολυσακχαρίτες αυτούς με διάφορους τρόπους. Η α–μυλάση βρίσκεται στο σάλιο και στο παγκρεατικό υγρό. Η β–αμυλάση βρίσκεται κυρίως στα φυτά …   Dictionary of Greek

  • Κρεμπς, Έντουιν — (Gerhard Edwin Krebs, Λάνσινγκ, Αϊόβα 1918 –). Αμερικανός γιατρός και βιοχημικός. Το 1943 έλαβε το πτυχίο του στην ιατρική από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, όπου στη συνέχεια εργάστηκε ερευνητικά με τους βιοχημικούς Καρλ και Γκέρτι Κόρι. Το… …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • δευτερόπλασμα — Το θρεπτικό μέρος του αβγού ορισμένων ζωικών ομάδων. Ονομάζεται και λέκιθος. Οι θρεπτικές ουσίες στο δ. συσσωρεύονται, συνήθως, με τη μορφή κίτρινων κόκκων που περιέχουν λιπίδια, πρωτεΐνες και γλυκογόνο. Οι κόκκοι αυτοί άλλοτε βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • καταβολισμός — Σύνολο διαδικασιών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στα ζωντανά κύτταρα, με σκοπό την κινητοποίηση των αποθηκευμένων εφεδρικών ουσιών (κυρίως γλυκογόνο και λίπος, σε μικρότερο βαθμό πρωτεΐνες) και την καύση τους προς νερό και διοξείδιο του άνθρακα για… …   Dictionary of Greek

  • υαλίνη — η, Ν (βιοχ.) διαφανής ομογενής άμορφη μάζα, που απαντά στη θεμέλια ουσία τών χόνδρων, στο υαλοειδές σώμα τού ματιού, στη βλεννίνη και στο γλυκογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaline (< ύαλος + κατάλ. ίνη)] …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”